Έπρεπε τελικώς να περάσουν πενήντα ολόκληρα χρόνια από τον Ιούλιο του 1965 για να μπορέσουμε να αποκτήσουμε μια πιο ολοκληρωμένη αντίληψη για τη σημασία της περιόδου που αρχίζει από το 1963 και τελειώνει το 1967, την οποία και αποκαλούμε συνοπτικά, ίσως και περιοριστικά, «Ιουλιανά»...
του Γ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ
Ήταν η κομβική στιγμή μιας θυελλώδους τετραετίας που στην ουσία σφράγισε την μετεμφυλιακή ελληνική ιστορία και στην πραγματικότητα αποτέλεσε το πρελούδιο της μεταπολίτευσης. Υπ’ αυτή την έννοια, τα «Ιουλιανά» προδιαγράφουν εξελίξεις που επρόκειτο να ολοκληρωθούν στα σαράντα χρόνια της μεταπολίτευσης. Τίποτα πιο χαρακτηριστικό εξάλλου, από την πορεία μιας οικογένειας που συνδέθηκε αποφασιστικά και μοιραία με αυτά: της οικογένειας Παπανδρέου. Το 1963, ο Γεώργιος, ο πρεσβύτερος, θα ανέβει στο...
πάνθεον των Ελλήνων πολιτικών ως ο εκφραστής της μεγάλης αλλαγής την οποία θα ολοκληρώσει το 1981 ο συνεχιστής του Ανδρέας, και θα κλείσει με επαίσχυντο τρόπο ο συνώνυμος εγγονός του, ΓΑΠ, το 2010. Αυτή η πορεία, από την «αλλαγή» στον «σοσιαλισμό», με κατάληξη τη μνημονιακή υποστροφή της μεταπολίτευσης, αναπαριστά στις βασικές της κατευθύνσεις τα ουσιώδη στοιχεία αυτής της πενηντάχρονης διαδρομής.
Τα Ιουλιανά, ο «μακρύς Ιούλης» του ’65, είναι η πρώτη μεγάλη σύγκρουση ανάμεσα στις δυνάμεις που επιθυμούσαν τον ενδογενή εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας, αναδεικνύοντας νέα κοινωνικά στρώματα στο προσκήνιο, και το απαρχαιωμένο μετεμφυλιακό κράτος, το οποίο, με εγκέφαλο την αμερικανική Πρεσβεία, πυκνωτή του το Παλάτι και βραχίονά του τον Στρατό, επεχείρησε αρχικώς να ανακόψει και τελικώς να ακυρώσει αυτή την πορεία –τόσο με το παλατιανό πραξικόπημα του ’65 όσο και με τη δικτατορία του ’67. Αυτή η μάχη οπισθοφυλακών του μετεμφυλιακού κράτους θα καταλήξει στα αντίθετα αποτελέσματα, με την τελεσίδικη αποδυνάμωση του, την έξωση του βασιλιά, τη συντριβή της πολιτικής ισχύος του στρατού, τη μείωση της αμερικανικής ισχύος και τη μεγάλη αλλαγή του 1981 – με τίμημα όμως την κυπριακή καταστροφή και τη ριζική αλλαγή στους συσχετισμούς δύναμης και τις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας.
Παρότι, δηλαδή, η μεταπολίτευση φάνηκε να εισπράττει τους «τόκους» της δεκαετίας του 1960, η δικτατορία είχε επιτύχει πολλούς από τους στρατηγικούς και γεωπολιτικούς στόχους των εμπνευστών και υποκινητών της, δημιουργώντας εν τέλει τις προϋποθέσεις για τη μεγάλη υποστροφή της δεκαετίας του 2000. Τωόντι, το 1964, ο «εκσυγχρονισμός» εκκινούσε ως ένας «εκσυγχρονισμός της παράδοσης», μέσα από μία απόπειρα ενδογενούς αγροτικής και βιομηχανικής ανάπτυξης και μιας πολιτισμικής αναγέννησης μεγάλης κλίμακας, που σηματοδοτούν οι μεγάλοι μας συνθέτες, η άνθηση του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου, η λογοτεχνική αναγέννηση που θα φέρουν ο Τσίρκας, ο Ιωάννου, ο Αναγνωστάκης, ο Καρούζος, ενώ η Κύπρος εθεωρείτο απλώς ελληνικό έδαφος εν αναμονή ενσωματώσεως στην Ελλάδα.
Η χουντική ανάσχεση θα οδηγήσει στην καταστροφή και την ουσιαστική διχοτόμηση της Κύπρου, τέτοια που την επιθυμούσαν οι Αγγλοαμερικανοί και οι Τούρκοι ήδη από το 1964, και θα συμβάλει στη σταθεροποίηση, για εφτά χρόνια τουλάχιστον, της νοτιοανατολικής λεκάνης της Μεσογείου, σε μια στιγμή που η αραβοϊσραηλινή σύγκρουση απειλούσε την αγγλοσαξωνική ηγεμονία στον κόσμο των πετρελαίων.
Η απώλεια της Κύπρου σηματοδότησε μια μείζονα ανατροπή των ισορροπιών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, αναβαθμίζοντας δραματικά την τελευταία, και παράλληλα έριξε την Ελλάδα στα χέρια της Δυτικής Ευρώπης και της ΕΟΚ, στην προσπάθεια να αντιμετωπιστεί ο αναδυόμενος, εκ νέου, «εξ Ανατολών» κίνδυνος. Τέλος, η επτάχρονη δικτατορία αλλοίωσε βαθύτατα τα κοινωνιολογικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά του ελληνισμού. Έτσι, αυτό που είχε εγκαινιαστεί ως ενδογενής εκσυγχρονισμός της παράδοσης, θα «ολοκληρωθεί», στη δεκαετία του 2000, ως ριζική εγκατάλειψη και απόρριψη της εγχώριας ταυτότητας, ως πολιτισμική καταβαράθρωση και παρασιτική μετεξέλιξη της ελληνικής οικονομίας, με συνέπεια τη μεγάλη κατάρρευση που ακολούθησε.
Μέσα σε πενήντα χρόνια ο εκσυγχρονισμός μεταβλήθηκε σε εθνομηδενισμό και απόπειρα διάλυσης κάθε ιδιαίτερης ταυτότητας, η ανάπτυξη από ενδογενής έγινε απολύτως παρασιτική, χρηματιστικού χαρακτήρα, και το παλλόμενο λαϊκό σώμα της δεκαετίας του ’60 μεταβλήθηκε στους ανάξιους θεατές των τουρκικών σίριαλ της δεκαετίας του 2010.
Βέβαια, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε την άλλη όψη της πραγματικότητας, τις ριζικές αλλαγές στο πολιτικό και δικαιϊκό εποικοδόμημα, τον πραγματωμένο εκσυγχρονισμό των θεσμών (εκδίωξη του Παλατιού, εξοβελισμός του στρατού από την πολιτική ζωή, νομιμοποίηση της ελεύθερης πολιτικής δραστηριότητας, κοινωνικό κράτος κ.λπ.), αλλά το τίμημα που πληρώθηκε, ήταν κυριολεκτικά υπέρογκο: Το «πνίξιμο» της μεγάλης αναγεννητικής απόπειρας του ελληνισμού στη δεκαετία του 1960 θα πληρωθεί ακριβά στη συνέχεια.
Γι’ αυτό αξίζει να ξαναδούμε σήμερα το μικρό βιβλίο που εκδώσαμε, εγώ και ο Δημήτρης Λιβιεράτος, το 1985, για τα Ιουλιανά. Το κείμενο του Δ. Λιβιεράτου είχε γραφτεί πάνω στη φωτιά του 1965 και αποτελεί μία πιστή εξιστόρησή των γεγονότων. Το δικό μου κείμενο, με τον τίτλο «μετά είκοσι έτη», προσπαθούσε να τοποθετήσει αυτά τα γεγονότα σε μια μεσοπρόθεσμη ιστορική οπτική και να δει τη σημασία τους ως πυροδότη της μεταπολίτευσης. Σήμερα, σχεδόν τριάντα χρόνια μετά, θα άξιζε να πραγματοποιηθεί μία νέα, ιστορική πια αξιολόγηση των γεγονότων σε μια μακροχρόνια πλέον προοπτική για να περιγραφεί η πορεία της Ελλάδας αλλά και της γενιάς του ’60 από το ζενίθ του νεανικού σφρίγους των κινητοποιήσεων, του 64-65, στο ναδίρ της απογοήτευσης και της παρακμής του 2015.
Γι’ αυτό αξίζει να ξαναδούμε σήμερα το μικρό βιβλίο που εκδώσαμε, εγώ και ο Δημήτρης Λιβιεράτος, το 1985, για τα Ιουλιανά. Το κείμενο του Δ. Λιβιεράτου είχε γραφτεί πάνω στη φωτιά του 1965 και αποτελεί μία πιστή εξιστόρησή των γεγονότων. Το δικό μου κείμενο, με τον τίτλο «μετά είκοσι έτη», προσπαθούσε να τοποθετήσει αυτά τα γεγονότα σε μια μεσοπρόθεσμη ιστορική οπτική και να δει τη σημασία τους ως πυροδότη της μεταπολίτευσης. Σήμερα, σχεδόν τριάντα χρόνια μετά, θα άξιζε να πραγματοποιηθεί μία νέα, ιστορική πια αξιολόγηση των γεγονότων σε μια μακροχρόνια πλέον προοπτική για να περιγραφεί η πορεία της Ελλάδας αλλά και της γενιάς του ’60 από το ζενίθ του νεανικού σφρίγους των κινητοποιήσεων, του 64-65, στο ναδίρ της απογοήτευσης και της παρακμής του 2015.
Βεβαίως, κάτω από νέες συνθήκες, το ίδιο αίτημα, του «εκσυγχρονισμού της παράδοσης», αναδεικνύεται και πάλι, αλλά με ασθενέστερες δυνάμεις, και υπό διαφορετικές γεωπολιτικές συνθήκες. Και το μόνο που μπορούμε να ευχόμαστε είναι πως η τελεσίδικη παρακμή της Δύσης, την οποία βιώνουμε, θα επιτρέψει σε ένα ανανεωμένο σήμερα αίτημα «εκσυγχρονισμού της παράδοσης», να αποκτήσει βαθύτερο και ριζικότερο χαρακτήρα. Εξάλλου, το ’65, είχαμε, ή πιστεύαμε πως είχαμε, πολύ χρόνο μπροστά μας, ενώ σήμερα έχοντας την εμπειρία των πενήντα χρόνων, της έξαρσης και της παρακμής, είμαστε υποχρεωμένοι να επιχειρήσουμε ένα δυσκολότερο αλλά και υψηλότερο άλμα.
Σήμερα δεν ζούμε μια ανάλογη κορύφωση με τη δεκαετία του ’60. Τα κινήματα εκείνης της εποχής έφερναν μέσα τους τις ιαχές των Βιετκόνγκ και την πολεμική κραυγή του Γκεβάρα, ενώ το κίνημα των Αγανακτισμένων του 2011-2012 έβαφε δυστυχώς με γκρίζο πάνω στο γκρίζο, μέσα στην προσδοκία μιας επιστροφής στην απολεσθείσα καταναλωτική πλησμονή, για να καταλήξει σε αλλεπάλληλες διαψεύσεις με κορύφωση αυτή που βιώνουμε αυτές τις μέρες του “Ιούλη του 2015″.
Ωστόσο, η οποιοδήποτε νέα θετική ανανεωτική κίνηση, εάν και εφόσον προκύψει, θα πατάει πιο σταθερά στα πόδια της, έχοντας απορρίψει τις μανιχαϊστικές διαιρέσεις της δεκαετίας του ’60 και την προσδοκία ενός επίγειου παραδείσου, διότι έχουμε δοκιμάσει την εμπειρία των παραδείσων που κατάρρευσαν με πάταγο το 1989. Προπαντός έχουμε κατανοήσει –ή είμαστε υποχρεωμένοι να το κάνουμε– πως ο εκσυγχρονισμός της παράδοσης δεν μπορεί να αρκεστεί στην ενσωμάτωση του ρεμπέτικου τραγουδιού, στη μουσική του Θεοδωράκη και στην ανακάλυψη της πρόσφατης λαϊκής παράδοσης, όπως έκανε ο Σεφέρης με τον Μακρυγιάννη και τον Θεόφιλο. Επειδή δεν έχουμε πλέον καμία δυνατότητα επιστροφής, θα πρέπει να σκάψουμε βαθιά στην παράδοσή μας, αναγνωρίζοντας επιτέλους την αποικιακή μας σχέση με τη Δύση για να μπορέσουμε ίσως να την υπερβούμε και προπαντός να θέσουμε τις υλικές, παραγωγικές και κοινωνικές βάσεις ενός ενδογενούς εκσυγχρονισμού.
Τα Ιουλιανά ήταν το μεγάλο λαϊκό πανηγύρι της Ελλάδας που έβγαινε από τον γύψο του μετεμφυλιακού κόσμου, μέσα σ’ ένα πλανητικό τοπίο καθολικής ανατροπής και εξέγερσης. Κατά την εικοσαετία 1990-2010, ο εκσυγχρονισμός και η παράδοση πήραν διαζύγιο μεταξύ τους, και έτσι ο εκσυγχρονιστικός κύκλος που άνοιξε το 1965 έκλεισε οριστικά. Και μια νέα απόπειρα –ίσως η τελευταία από όσες έχει αποπειραθεί ο ελληνισμός–, απαιτεί το υψηλότερο σημείο συνείδησης και εγρήγορσης. Και ίσως «εμείς του ’60 οι εκδρομείς», όσοι τουλάχιστον διατηρήσαμε τη δυνατότητα να σκεφτόμαστε έξω και πέρα από τις εξουσίες, θα είχαμε κάτι να πούμε σ’ αυτούς που αύριο, αναπόδραστα, θα δοκιμάσουν να ξαναπιάσουν από την αρχή το πανάρχαιο δράμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου